- στυρόλιο
- το, Νχημ. οργανική ένωση, ακόρεστος υδρογονάνθρακας, γνωστός και ως βινυλοβενζόλιο ή φαινυλαιθυλένιο, αλλ. στυρένιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυστυρόλιο — Κοινή ονομασία των προϊόντων πολυμερισμού του στυρόλιου ή βινυλβενζόλιου ή φαινυλαιθυλένιου (C6H5CH:CH2), γνωστά στο εμπόριο ως τρολιτούλ, στυρόπλαστο, φριγκολίτ κλπ., ανάλογα με το βαθμό του πολυμερισμού τους. Το π. είναι άχρωμο, διαφανές ή… … Dictionary of Greek
στυρένιο — το, Ν χημ. το στυρόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. styrene < λατ. styrax (< στύραξ, ακος [Ι]) + κατάλ. ene] … Dictionary of Greek
φαινυλαιθυλένιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης στυρόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylethylene < phenyl (βλ. φαινύλιο) + ethylene (βλ. αιθυλένιο)] … Dictionary of Greek
φαινυλογλυκόλη — η, Ν χημ. γλυκόλη παρασκευαζόμενη από στυρόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. phenylglycol < phenyl (βλ. φαινύλιο) + glycol (βλ. γλυκόλες)] … Dictionary of Greek
ελαστομερή — Πολυμερή, συνήθως συνθετικά, που έχουν τις βασικές ιδιότητες του βουλκανισμένου καουτσούκ. Ανάμεσα στα πρώτα συνθετικά ε. ήταν το πολυχλωροπρένιο, το συμπολυμερές στυρόλιο βουταδιένιο και το πολυσουλφίδιο του νατρίου. Αργότερα, παρασκευάστηκαν… … Dictionary of Greek
μπούνα — Ομάδα συνθετικών ελαστικών που παρασκευάζεται με πολυμερισμό του βουταδιενίου με παρουσία νατρίου· το όνομα μπούνα προέρχεται από τα δύο πρώτα γράμματα των λέξεων butadiene natrium. Τα ελαστικά μ. παράχθηκαν στη Γερμανία μετά το 1927, αλλά οι… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek